- πελαγίσιος
- açık deniz
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
πελαγίσιος, -ια, -ιο — αυτός που έχει σχέση με το πέλαγος: Πελαγίσιο αεράκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)